- Υδραίος
- ο, θηλ. Υδραία, Ν [Ύδρα]ο κάτοικος τής Ύδρας ή αυτός που κατάγεται από την Ύδρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδραίος — αία, ον, ΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υδρ τού ὕδωρ* + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek
Υδραίος — ο θηλ. αία αυτός που κατοικεί στην Ύδρα ή κατάγεται από αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑδραίων — ὑδραῖος of water fem gen pl ὑδραῖος of water masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παναγιώτας, Λάζαρος — Υδραίος πρόκριτος και πλοίαρχος στην Επανάσταση. Μαζί με τους πρόκριτους Γεώργιο Σαχτούρη και Αντώνιο Κριεζή καθαίρεσε τον Αν. Οικονόμου, ο οποίος ανακηρύχθηκε διοικητής της Ύδρας στις αρχές της Επανάστασης … Dictionary of Greek
Πατακής, Κωνσταντίνος — Υδραίος ναυτικός και αγωνιστής. Κατά την Επανάσταση του 1821 χρησιμοποίησε το εμπορικό του πλοίο ως πυρπολικό, μετονομάζοντάς το σε Λεωνίδα … Dictionary of Greek
Τζαπίλης, Δημήτριος — Υδραίος πλοίαρχος. Όταν ξεσηκώθηκε το νησί εναντίον των Τούρκων (16 Απριλίου 1821) υπηρέτησε ως πυρπολητής και διακρίθηκε αργότερα σε πολλές ναυμαχίες … Dictionary of Greek
ὑδραίου — ὑδραῖος of water masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδραίῳ — ὑδραῖος of water masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑδραία — ἑδραί̱ᾱ , ἑδραῖος sitting fem nom/voc/acc dual ἑδραί̱ᾱ , ἑδραῖος sitting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὑδραίᾱ , ὑδραῖος of water fem nom/voc/acc dual ὑδραίᾱ , ὑδραῖος of water fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδραίας — ὑδραίᾱς , ὑδραῖος of water fem acc pl ὑδραίᾱς , ὑδραῖος of water fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)